χίμετλο — και χείμετλο, το / χίμετλον, ΝΜΑ, και χείμεθλον Μ, και χείμετλον και χίμεθλον Α συν. στον πληθ. τα χίμετλα και χείμετλα ιατρ. δερματοπάθεια οφειλόμενη στην τοπική δράση τού ψύχους επί τού δέρματος, που εμφανίζεται την ψυχρή περίοδο τού χρόνου,… … Dictionary of Greek
φύγεθρον — και δ. γρφ. φύγεθλον, τὸ, ΜΑ φλεγμονή και εξοίδηση τών αδένων και, ιδίως, αυτών που βρίσκονται στις μασχάλες και στους βουβώνες. [ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. φύγεθρον / φύγεθλον ανάγεται στη μηδενισμένη βαθμίδα *bhl u της ρίζας *bhl eu «φουσκώνω, πρήζομαι, ρέω … Dictionary of Greek
φύτλη — και δωρ. τ. φύτλα, ἡ, Α (ποιητ. τ.) 1. φύτρα, γενιά 2. (μτγν. τ.) φύσις* («οἷς ἀμφιθαλὴς ἔτι φύτλη», Ζώσ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. φύτλη και φύτλον έχουν σχηματιστεί από θ. φῠ τού ρ. φύω* με τα επιθήματα τλη / τλον, τα οποία, κατά μία άποψη, ανάγονται… … Dictionary of Greek
ἆθλον — ἆ̱θλον , ἆθλον prize of contest neut nom/voc/acc sg ἆ̱θλον , ἆθλος contest masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
биатло́н — а, м. Вид зимнего двоеборья, включающий лыжную гонку и стрельбу в цель из винтовки. [От лат. bis дважды и греч. ’αθλον состязание, борьба] … Малый академический словарь
ГЕРУСИЯ — • Γερουσία (βουλὴ γερόντων), совет старшин, название учреждения, имевшего высшую власть в аристократических государствах (см. Βουλή, Буле). В Спарте Г. состояла из 28, а если считать обоих царей, имевших голос и председательство в… … Реальный словарь классических древностей
-θμος — επίθημα που εμφανίζεται σε αρκετές λ. τής Αρχαίας, από τις οποίες μερικές μαρτυρούνται και στη Νέα Ελληνική. Προήλθε από τον συνδυασμό τού επιθήματος mo ( μο ) που δηλώνει ενέργεια, με την παρέκταση dh ( θ ) που απαντά και σε άλλα επιθήματα (πρβλ … Dictionary of Greek
θύσθλα — θύσθλα, τὰ (Α) 1. τα ιερά σκεύη τα οποία χρησιμοποιούσαν στις βακχικές πομπές 2. συνεκδ. η βακχική τελετή, η βακχική πομπή 2. θυσία. [ΕΤΥΜΟΛ. < *θυρσ θλα με απλοποίηση τού συμφωνικού συμπλέγματος < θύρσος + θλον. Κατέληξε να σημαίνει… … Dictionary of Greek
ναύσθλον — ναῡσθλον, τὸ (Α) (κατά τον Ησύχ.) «ναῡλον». [ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦ ς «πλοίο» + επίθημα θλον (πρβλ. ἔδεθλον, θύσθλα, θέμεθλα). Το σ τού τ. είναι μεταγενέστερο (πρβλ. ναύ σ της)] … Dictionary of Greek
χύτλον — τὸ, Α 1. μίγμα νερού και λαδιού με το οποίο αλείφονταν μετά το λουτρό 2. στον πληθ. τὰ χύτλα το νερό για το λουτρό («ὁ μὲν γὰρ ἀμφὶ χύτλα τὰς δυσεξόδους ζητῶν κελεύθους», Λυκόφρ.) 3. τρεχούμενο νερό («πολυδέγμων λόφος, ἐξ οὗ τὰ πάντα χύτλα...»,… … Dictionary of Greek